- διδάσκομαι
- διδάσκομαι, διδάχτηκα και διδάχθηκα, διδαγμένος βλ. πίν. 26
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διδάσκομαι — διδάσκω instruct pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάθημα — το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω] καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής») 2. φρ. α) «κάνω μάθημα»… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
προστοιχειώ — όω, Α (μόνο το μέσ.) προστοιχειοῡμαι, όομαι 1. διδάσκομαι τις γενικές αρχές, καταρτίζομαι στα στοιχειώδη 2. ορίζονται οι πρώτες μου αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοιχειοῦμαι «διδάσκομαι, καταρχίζομαι στα στοιχειώδη»] … Dictionary of Greek
самоучка — кто без помощи посторонних людей сам чему выучился Ср. И самоук, да дока . Ср. В нем Ермилов тотчас же почуял человека действительно много думавшего и читавшего... Ты не университетский, определил он, а самоучка... П. Боборыкин. На ущербе. 1, 11 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Самоучка — кто безъ помощи постороннихъ людей самъ чему выучился. Ср. «И самоукъ, да дока». Ср. Въ немъ Ермиловъ тотчасъ же почуялъ человѣка дѣйствительно много думавшаго и читавшаго... Ты не университетскій, опредѣлилъ онъ, а самоучка... П. Боборыкинъ. На… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αναγνωστεύω — [αναγνώστης] 1. είμαι ή γίνομαι αναγνώστης στην εκκλησία 2. διδάσκομαι γραφή και ανάγνωση, μαθαίνω τα στοιχειώδη γράμματα … Dictionary of Greek
αναδιδάσκω — (Α ἀναδιδάσκω) διδάσκω εκ νέου, με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο αρχ. μσν. διδάσκω, καθοδηγώ, πληροφορώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. ερμηνεύω, εξηγώ 2. φρ. «ἀναδιδάσκω δράμα», το παρουσιάζω εκ νέου στη σκηνή ΙΙ. παθ. 1. διδάσκομαι, πληροφορούμαι καλύτερα… … Dictionary of Greek
γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 … Dictionary of Greek
εμπαιδοτριβούμαι — ἐμπαιδοτριβοῡμαι ( έομαι) (AM) διδάσκομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek